- συναναβακχεύω
- Αοδηγώ επίσης και άλλον σε βακχική μανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀναβακχεύω «διεγείρω κάποιον ώστε να κυριευτεί από βακχική μανία, καταλαμβάνομαι από βακχική μανία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναβακχεύσας — συναναβακχεύσᾱς , συναναβακχεύω break into Bacchic frenzy together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)